- διμέτωπος
- διμέτωποςwith two frontsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διμέτωπος — η, ο (Α διμέτωπος, ον) αυτός που έχει δύο μέτωπα, δηλ. αντιμετωπίζει δύο διαφορετικούς αντιπάλους («διμέτωπος αγώνας») αρχ. εκείνος που έχει δύο μέτωπα … Dictionary of Greek
διμέτωπος — η, ο αυτός που έχει δύο μέτωπα, που στρέφεται προς δύο κατευθύνσεις: Ο αγώνας μας είναι διμέτωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek